Ηρόδοτος, Ιστορίες IX 41: Διαφωνία Μαρδονίου και Αρταβάζου σχετικά με άμεση επίθεση εναντίον των Ελλήνων

Λοιπόν στις δέκα αυτές μέρες το μόνο που γινόταν ήταν αυτές οι επιχειρήσεις· κι όταν ήρθε η ενδέκατη μέρα αφότου οι αντίπαλοι είχαν παραταχθεί ο ένας απέναντι στον άλλο στις Πλαταιές, καθώς οι Έλληνες είχαν γίνει πολύ περισσότεροι κι έσπασαν τα νεύρα του Μαρδονίου να κάθεται άπραγος, τότε συσκέφθηκαν ο Μαρδόνιος, ο γιος του Γωβρύα, κι ο Αρτάβαζος, ο γιος του Φαρνάκη, που ο Ξέρξης του έδειχνε εκτίμηση όση σε λίγους Πέρσες. Και στη σύσκεψή τους διατυπώθηκαν οι ακόλουθες γνώμες: απ’ τη μια μεριά του Αρταβάζου, ότι πρέπει να σηκώσουν το στρατόπεδο κι όλος ο στρατός να πορευτεί όσο γίνεται πιο γρήγορα στο τείχος των Θηβαίων που είχε εφοδιαστεί με πολύ σιτάρι και χορτάρι για τα υποζύγια, και στρατοπεδεύοντας εκεί με την ησυχία τους να προωθήσουν την υπόθεσή τους ενεργώντας ως εξής· χρυσάφι έχουν πολύ σε νόμισμα κι άλλο τόσο άκοπο, και πολλά ασημικά και ποτήρια· απ’ αυτά να στέλνουν αφειδώλευτα σε κάθε κατεύθυνση στις ελληνικές πόλεις, και πρωτίστως σ’ εκείνους από τους Έλληνες που έχουν στα χέρια τους την εξουσία της πόλης τους· κι εκείνοι θα παραδώσουν γρήγορα την ελευθερία τους — κι όχι να μπουν γι’ άλλη μια φορά στον κίνδυνο της μάχης. Λοιπόν η γνώμη του συνέπεσε με τη γνώμη των Θηβαίων, μια που κι αυτουνού η πρόγνωση ήταν πιο σωστή· αλλά του Μαρδονίου η γνώμη ήταν πιο αλύγιστη κι αλαζονική και δε σήκωνε συζήτηση· γιατί αυτός πίστευε πως ο στρατός του ήταν πολύ ανώτερος από των Ελλήνων· λοιπόν, να δώσουν μάχη το ταχύτερο κι όχι ν’ αφήνουν τον εχθρό να συγκεντρώνει δύναμη ακόμη μεγαλύτερη απ’ όση είχε συγκεντρώσει· να πουν χαιρετίσματα στις θυσίες του Ηγησιστράτου κι ούτε να παν να βγάλουν μαντείες με το στανιό, αλλά να δώσουν μάχη ακολουθώντας τις περσικές παραδόσεις.

[πηγή: Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο ένατο (Καλλιόπη), μτφρ. Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, Γκοβόστης, Αθήνα 1995, σ. 229-231]

 

Όμηρος, Ιλιάδα Ι 9-49: Διαφωνία Αγαμέμνονα και Διομήδη σχετικά με τη συνέχιση του Τρωικού πολέμου

Και μ’ άκρον πόνον στην ψυχήν ο Ατρείδης εγυρνούσε
τους ψιλοφώνους κήρυκες αμέσως να προστάξει
τους Αχαιούς εις σύνοδον σιγά να συναθροίσουν
καλώντας τους κατ’ όνομα· κι εργάζετο αυτός πρώτος.
Κι εκάθιζαν περίλυποι· και ορθός ο Αγαμέμνων
έστεκε δάκρυα χύνοντας, μαυρόνερη ωσάν βρύση
που εις βράχον χύνει απάτητον τα σκοτεινά νερά της.
Και βαριαναστενάζοντας ωμίλει των Αργείων:
«Ω αγαπημένοι μου αρχηγοί, προστάτες των Αργείων,
βαριά πολύ μ’ ετύφλωσε και μ’ έμπλεξε ο Κρονίδης.
Ο άσπλαχνος, μου έταξε την πυργωμένην Τροίαν
πως θα πορθήσω κι ένδοξος θα γύρω στην πατρίδα·
κι ιδού κακά μ’ απάτησε και στ’ Άργος να γυρίσω
άδοξα, θέλει, αφού λαός πολύς εχάθη αδίκως.
Ναι, τούτο αρέσει ως φαίνεται του υπερηφάνου Δία,
οπού πολλών πολιτειών η άκρα δύναμίς του
τες κορυφές εξέκαμε και ακόμη θα ξεκάμει.
Αλλά δεχθείτε ό, τι θα ειπώ· να φύγωμε σας λέγω
όλοι με τα καράβια μας για την γλυκιά πατρίδα
ότι δεν γίνεται ποτέ να πάρωμεν την Τροίαν».
Είπεν αυτά και σώπαιναν, άφωνοι εμείναν όλοι·
ώραν πολλήν οι Αχαιοί εσίγησαν θλιμμένοι·
κι έκοψε τέλος την σιωπήν ο ανίκητος Τυδείδης:
«Σε πρώτα, οπού παραλογάς, θα πολεμήσω Ατρείδη·
δεν θα θυμώσεις, Κύριε· συνόδου τάξις είναι.
Συ πρώτα εμπρός των Δαναών μ’ ονείδισες πως είμαι
απόλεμος, δειλόψυχος, κι οι Αχαιοί γνωρίζουν
αν την αλήθειαν έλεγες, και γέροντες και νέοι.
Και από τα δώρα ο πάνσοφος Κρονίδης σου ’δωκ’ ένα
εάν την δόξα σου ’δωκε του σκήπτρου επάνω σ’ όλους·
το υπέρτατον δεν σου ’δωκε το δώρο της ανδρείας.
Παράδοξε, τόσο άνανδρα και απόλεμα τωόντι
έκρινες τ’ Αχαιόπαιδα στα λόγια που προφέρεις;
Και πρόθυμος αν είσαι συ να γύρεις στην πατρίδα,
πήγαινε, ο δρόμος έτοιμος και αυτού στο περιγιάλι
τα τόσα πλοία πόφεραν εσέν’ απ’ την Μυκήνην.
Πλην άλλοι ανδράγαθοι Αχαιοί θα μείνουν ως το τέλος,
την Τροίαν να πορθήσωμεν· και τούτοι πάλι ας φύγουν,
αν θέλουν, στην πατρίδα τους, και στον αγώνα μόνος
θα μείνω με τον Σθένελον, ώσπου να πεσ’ η Τροία,
όπως μας έστειλεν εδώ των αθανάτων γνώμη».

[πηγή: Ομήρου Ιλιάδα, μτφρ. Ιάκ. Πολυλάς, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1974]

info